ἐκφύσημα

From LSJ
Revision as of 01:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφῡσημα Medium diacritics: ἐκφύσημα Low diacritics: εκφύσημα Capitals: ΕΚΦΥΣΗΜΑ
Transliteration A: ekphýsēma Transliteration B: ekphysēma Transliteration C: ekfysima Beta Code: e)kfu/shma

English (LSJ)

ατος, τό, A pustule, Poll.4.190. 2 volcanic eruption, Sch.A.R.3.41; πυρὸς ἐ. D.S.3.53 (pl.): pl.,= πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 787] τό, das Aufgeblähte, die Geschwulst, Poll. 5, 190; eine durch ein Erdbeben entstandene Erhöhung, Hesych.; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφύσημα: τό, φλύκταινα, «σπυρί», Πολυδ. Δ΄, 190· ὕψωμαλόφος σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς».

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 erupción volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.Or.25.25
plu. concr. rocas volcánicas Hsch.
2 medic. erupción cutánea, ampolla, flictena Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, Hippiatr.47.2, 130.9.

Greek Monolingual

το (Α ἐκφύσημα)
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση
2. ιατρ. φλύκταινα
αρχ.
1. έκρηξη ηφαιστείου
2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.).