ἐξαφρίζω
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
English (LSJ)
A remove the froth by boiling, τὸ ἐξηφρισμένον [μέλι] despumated, Dsc.2.82.3:—Med., metaph. from a horse, αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος exhaust by foaming, A.Ag.1067.
German (Pape)
[Seite 874] abschäumen; übertr., μένος, abbrausen lassen, Aesch. Ag. 1037.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαφρίζω: βράζω τι ἕως οὗ ἀφρίσῃ καὶ ἀφαιρῶ τὸν ἀφρὸν αὐτοῦ, «’ξαφρίζω», ἔστι μέντοι τὸ ὠμὸν (μέλι) φυσσῶδες... ὅθεν ἐξηφρισμένῳ δεῖ χρῆσθαι Διοσκ. 2. 101: μεταφ., πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος, πρὶν ἐκβάλῃ τὸν ἀφρὸν τοῦ αἱματηροῦ μένους, ἐκ μεταφορᾶς τῶν δαμαζομένων πώλων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1067· μεταβάλλω εἰς ἀφρόν, ὑετόν... τῇ σφοδροτέρᾳ τῶν ἀνέμων προσβολῇ ἐξαφρίζων εἰς νιφετὸν μεταπήγνυσι Θεοδώρητ. τ. 4, σ. 334· ἀφρίζω, ἡ κακοποιία... τὰ κύματα θραύουσα οὐκ ἐξαφρίζει εἰς θυμὸν ἀκρατῆ Εὐστ. Πονημάτ. 100. 91.
Greek Monolingual
και ξαφρίζω (AM ἐξαφρίζω) αφρίζω
αφαιρώ τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού που βράζει
νεοελλ.
αφαιρώ με δόλο ξένα πράγματα («ξάφρισε την περιουσία του συνεταίρου του»)
μσν.
αφρίζω υπερβολικά
αρχ.
1. μεταβάλλω σε αφρό
2. μέσ. εξαντλώ, χάνω κάτι αφρίζοντας («πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος», Αισχ. Αγ.).