ἐξορκισμός

From LSJ
Revision as of 08:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορκισμός Medium diacritics: ἐξορκισμός Low diacritics: εξορκισμός Capitals: ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exorkismós Transliteration B: exorkismos Transliteration C: eksorkismos Beta Code: e)corkismo/s

English (LSJ)

ὁ, A administration of an oath, Plb.6.21.6.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Pol. 6, 21, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορκισμός: ὁ, τὸ νὰ βάλῃ τίς τινα νὰ ὁρκισθῇ, Πολύβ. 6. 21, 6. ΙΙ. ἐξορκισμὸς ὡς καὶ νῦν, Εἰρην. 672C, Τερτυλλ. Ι. 657Β, ΙΙ. 56Β, 748Β.

Spanish

conjuro, fórmula para hacer presente , práctica para hacer presente, exorcismo

Greek Monolingual

και ξορκισμός, ο (AM ἐξορκισμός) εξορκίζω
1. προσευχή για απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων ή για θεραπεία αρρώστου
2. η απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων
αρχ.
επιβολή όρκου σε κάποιον.