ἐπάρκεια

From LSJ
Revision as of 08:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάρκεια Medium diacritics: ἐπάρκεια Low diacritics: επάρκεια Capitals: ΕΠΑΡΚΕΙΑ
Transliteration A: epárkeia Transliteration B: eparkeia Transliteration C: eparkeia Beta Code: e)pa/rkeia

English (LSJ)

ἡ, A help, support, Plb.1.48.5, al.: pl., αἱ τῶν συμμάχων ἐ. Id.6.52.5; ἐ. καὶ χορηγίαι ib.49.7.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, die Hülfe, bes. die Zufuhr, Pol. 5, 51, 10; auch im plur., 6, 49, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάρκεια: ἡ, τὸ ἐπαρκεῖν εἰς τροφὰς ἢ χρήματα, πορισμὸς ἐπιτηδείων ἢ χρημάτων, Πολύβ. 5. 51, 10· καὶ ἐν τῷ πληθ., ζωοτροφίαι, ὁ αὐτὸς 6. 49, 7· πρβλ. ἐπαρκέω.

Greek Monolingual

η (Α ἐπάρκεια) επαρκής
νεοελλ.
1. η ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας ή ενός πράγματος («επάρκεια τροφίμων»)
2. ικανότητα, αξιωσύνη
αρχ.
1. βοήθεια, επικουρία, ενίσχυση
2. στον πληθ. αἱ ἐπάρκειαι
τα εφόδια, οι ζωοτροφές.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάρκεια: ας ἡ тж. pl. помощь, пособие Polyb.