ἐπιτοκία
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
ἡ, A compound interest, Ph.2.285 (pl.); dub. cj. in Thphr. Char.10.2.
German (Pape)
[Seite 994] ἡ, Hinzufügung von Zinsen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτοκία: ἡ, τόκοι τόκων, Φίλων 2. 285, 12.
Greek Monolingual
η (Α ἐπιτοκία) επίτοκος
νεοελλ.
βιολ. ο τρόπος με τον οποίο πολλαπλασιάζονται μερικά σκουλήκια με αποκοπή του μισού σώματος, αλλιώς επιγαμία
αρχ.
ο τόκος του τόκου («τόκους καὶ ἐπιτοκίας [τῆς φιλανθρωπίας] μή τελοῦντες», Φίλ.).