ἐπιφήμισμα

From LSJ
Revision as of 09:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφήμισμα Medium diacritics: ἐπιφήμισμα Low diacritics: επιφήμισμα Capitals: ΕΠΙΦΗΜΙΣΜΑ
Transliteration A: epiphḗmisma Transliteration B: epiphēmisma Transliteration C: epifimisma Beta Code: e)pifh/misma

English (LSJ)

ατος, τό, A word of ominous import : of ill omen, Th. 7.75 ; of good omen, J.AJ17.5.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1000] τό, ein Zuruf, Ausruf, der eine Vorbedeutung für die Zukunft enthält, ἀντὶ δ' εὐχῆς καὶ παιάνων, μεθ' ὧν ἐξέπλεον, πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι Thuc. 7, 75, mit Unglück bedeutenden Aeußerungen, Hesych. erkl. οἰώνισμα. Auch Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφήμισμα: τό, οἰώνισμα· ἐπὶ κακοῦ οἰωνοῦ, Θουκ. 7. 75· ἐπὶ ἀγαθοῦ οἰωνίσματος, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 7. 5, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri de mauvais augure.
Étymologie: ἐπιφημίζω.

Greek Monolingual

ἐπιφήμισμα, τὸ (Α) επιφημίζω
λέξη που προοιωνίζει κάτι, καλό ή κακό («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον πάλιν τούτων τοῑς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾱσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπιφήμισμα: -ατος, τό, προοιώνισμα, λέξη προμαντέματος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφήμισμα: ατος τό (зло)вещий возглас, пророчащее беду слово Thuc.

Middle Liddell

ἐπιφήμισμα, ατος, τό, [from ἐπιφημίζω
a word of ominous import, Thuc.