ἐφήμερον
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
τό, A short-lived insect, the may-fly, Ephemera longicauda, Arist.HA490a34, 552b23. II a poisonous plant, Colchicum autumnale, Thphr.HP9.16.6, Nic.Al. 250; = κολχικόν, Dsc.4.83. 2 Polygonatum multiflorum, ib. 84.
German (Pape)
[Seite 1117] τό, neutr. zum Folgdn, sc. ζῷον, was auch Arist. gen. an. 4, 5 dabei steht, das Tagthierchen Uferaas, welches nur sehr kurze Zeit lebt, Arist. H. A. 5, 19. – Eine Giftpflanze, Nic. Al. 250; Diosc. die Zeitlose.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφήμερον: τό, ἔντομόν τι βραχεῖαν ἔχον ζωήν, τὸ καλούμενον ζῷον ἐφήμερον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 16· ζῷον πτερωτὸν τετράπουν... ἅμα δυομένου (τοῦ ἡλίου) ἀποθνῆσκει βιῶσαν ἡμέραν μίαν αὐτόθι 5. 19, 26. ΙΙ. φυτὸν δηλητηριῶδες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 10, Νικ. Ἀλ. 250, Διοσκ. 4. 85, Ἡσύχ. κλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφήμερον:
I τό зоол. эфемер, однодневка, поденка (предполож. Ephemera longicauda) Arst.
II τό adv. в течение одного (лишь) дня Arst.