ἑτερόπλοκος
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
ον, A irregularly combined, Diom.p.481 K.
Greek Monolingual
ἑτερόπλοκος, -ον (Α)
φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ-πλοκος].