Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκθεσμος

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθεσμος Medium diacritics: ἔκθεσμος Low diacritics: έκθεσμος Capitals: ΕΚΘΕΣΜΟΣ
Transliteration A: ékthesmos Transliteration B: ekthesmos Transliteration C: ekthesmos Beta Code: e)/kqesmos

English (LSJ)

ον, A lawless, unlawful, Ph.2.502, Phint. ap. Stob.4.23.61, POxy.129.4 (vi A. D.) ; monstrous, ὄναρ Plu.Caes.32 ; ὑποθέσεις Phld. Sto.339.18 ; εὑρήματα Ph.1.335 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 760] außer dem Gesetz, gesetzwidrig, Philo u. a. Sp. Dah. = greulich, ὄναρ Plut. Caes. 32. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθεσμος: -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, ἄνομος, παράνομος, Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· φρικτός, δεινός, ὄναρ Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extraordinaire, effrayant.
Étymologie: ἐκ, θεσμός.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἐχθ- Phld.Sto.12.14
I 1ilícito, criminal esp. en rel c. las prohibiciones sex. ἔκθεσμον ... εἶμεν ἁδονᾶς ἕνεκεν ἁμαρτάνεν καὶ ὑβρίζεν Phint.153.5, ref. a un sueño incestuoso, Plu.Caes.32, cf. D.L.9.83, c. otras prohibiciones ἔ. σαρκοφαγία LXX 4Ma.5.14, ὑποθέσεις Phld.l.c., θυσία ... ἡ δι' ἀνθρώπων Hld.10.9.6, ref. a la divergencia relig. ἔθη Ph.2.443, ἀσέβεια Ph.1.205, ἐκθεσμότατα ... εὑρήματα Ph.1.335, ἔ. σπορά la semilla criminal de la divergencia, Athenag.Res.1.1, συνήθεια Gr.Nyss.Eun.2.197, εἰδωλολατρία Eus.VC 1.13.3, gener. πράγματα POxy.129.4 (VI d.C.), ἁμαρτία Anon. en Zonar.
subst. τὸ ἔ. acto ilícito ἔκθεσμα δρῶντος Phalar.Ep.122, cf. Philost.HE 6.3 (p.71.18).
2 aberrante, irregular en la crít. lingüíst. y literaria τινὲς γράφουσιν «ἰῶ», εἶτα «καταδακρυόεσσαν». γίνεται δὲ ἔκθεσμον Sch.Er.Il.11.601a, cf. 3.244, EM 481.27G.
subst. neutr. plu. cosas aberrantes, absurdos op. σοφά Aristarch. en Sch.Pi.O.2.152c.
II adv. -ως
1 ilícitamente de la elección de un obispo, Synes.Ep.67 (p.108).
2 de modo antinatural o aberrante, criminalmente θυγατράσι καὶ ἀδελφαῖς μίγνυσθαι Eus.PE 1.4.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθεσμος, -ον)
αυτός που γίνεται με παράβαση τών θεσμών, παράνομος
μσν.
(για πρόσ.) άδικος, άνομος
αρχ.
τερατώδης, φρικτός («ἔκθεσμον ὄναρ»).

Greek Monotonic

ἔκθεσμος: -ον, ὁ, ο εκτός νόμου, παράνομος· φρικτός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθεσμος: жуткий, страшный (ὄναρ Plut.).

Middle Liddell

ἔκ-θεσμος, ον
out of law, lawless: horrible, Plut.