ἔκμαγμα

From LSJ
Revision as of 11:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκμαγμα Medium diacritics: ἔκμαγμα Low diacritics: έκμαγμα Capitals: ΕΚΜΑΓΜΑ
Transliteration A: ékmagma Transliteration B: ekmagma Transliteration C: ekmagma Beta Code: e)/kmagma

English (LSJ)

ατος, τό, A impression in wax, etc., Poll.9.131. II = κροκόμαγμα, Hp.Steril.235.

German (Pape)

[Seite 768] τό, das Abgedrückte, der Abdruck, das Abbild, Sp.; Poll. 9, 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκμαγμα: τό, ἀποτύπωμα ἐπὶ κηροῦ, κτλ., Πολυδ. 9. 131· πρβλ. αὐτέκμαγμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I copia, retrato, calco semejante a una impresión en la cera, irón. ref. a un hijo adulterino λέων σοι γέγονεν, ἔ. σόν Ar.Th.514 (cód.), cf. Poll.9.131, Hsch.ε 290, Eust.1857.15.
II pasta, masa de azafrán, Hp.Steril.235, cf. Hp. en Gal.19.95.

Greek Monolingual

το (AM ἔκμαγμα)
το πανομοιότυπο αποτύπωμα μορφής ή σχήματος πάνω σε μαλακή ύλη
αρχ.
αποτύπωμα πάνω σε κερί.