Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ἑρμαφρόδιτος

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Menander, Sententiae, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑρμαφρόδῑτος Medium diacritics: Ἑρμαφρόδιτος Low diacritics: Ερμαφρόδιτος Capitals: ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ
Transliteration A: Hermaphróditos Transliteration B: Hermaphroditos Transliteration C: Ermafroditos Beta Code: *(ermafro/ditos

English (LSJ)

ὁ, A Hermaphrodite, or person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Ptol.Tetr.124, Gal.4.619. 2 as Adj., ἑ. πάθος Leonid. ap. Paul.Aeg.6.69.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑρμαφρόδιτος: ὁ, πρόσωπον μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον οὕτως ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. Ἑρμαθήνη.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Hermaphroditos, fils d’Hermès et d’Aphrodite ; un hermaphrodite, être ayant les attributs des deux sexes.
Étymologie: Ἑρμῆς, Ἀφροδίτη.

Greek Monotonic

Ἑρμαφρόδῑτος: ὁ, ο Ερμαφρόδιτος, πρόσωπο που είχε ιδιότητες και των δύο φύλων, αρσενικοθήλυκος· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Ἑρμαφρόδῑτος: ὁ Гермафродит (сын Гермеса и Афродиты, обоеполое существо Diod., Luc., Anth.).

Middle Liddell

Ἑρμ-αφρόδῑτος, ὁ,
an hermaphrodite, a person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, Luc.