Ἑρμαφρόδιτος
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ὁ,
A Hermaphrodite, or person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Ptol.Tetr.124, Gal.4.619.
2 as adjective, ἑ. πάθος Leonid. ap. Paul.Aeg.6.69.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Hermaphroditos, fils d'Hermès et d'Aphrodite ; un hermaphrodite, être ayant les attributs des deux sexes.
Étymologie: Ἑρμῆς, Ἀφροδίτη.
Russian (Dvoretsky)
Ἑρμαφρόδῑτος: ὁ Гермафродит (сын Гермеса и Афродиты, обоеполое существо Diod., Luc., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμαφρόδιτος: ὁ, πρόσωπον μετέχον τῶν ἰδιοτήτων ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, καλούμενον οὕτως ἐκ τοῦ Ἑρμαφροδίτου, υἱοῦ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης, Διόδ. 4. 6, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 23, Χριστοδ. Ἔκφρ. 202, κτλ.· περὶ ἀγαλμάτων Ἑρμαφροδίτου ὅρα ἐν λ. Ἑρμαθήνη.
Greek Monotonic
Ἑρμαφρόδῑτος: ὁ, ο Ερμαφρόδιτος, πρόσωπο που είχε ιδιότητες και των δύο φύλων, αρσενικοθήλυκος· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.
Middle Liddell
Ἑρμ-αφρόδῑτος, ὁ,
an hermaphrodite, a person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, Luc.