ἰσομετρία

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομετρία Medium diacritics: ἰσομετρία Low diacritics: ισομετρία Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: isometría Transliteration B: isometria Transliteration C: isometria Beta Code: i)sometri/a

English (LSJ)

ἡ, A equality of measure, Arist.Fr. 47.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομετρία: ἡ, ἰσότης μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mesure égale.
Étymologie: ἰσόμετρος.

Greek Monolingual

η (Α ἰσομετρία) ισόμετρος
ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομετρία: ἡ равная мера или равномерность Arst., Plut.