ὀνοβάτις

From LSJ
Revision as of 12:32, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοβάτις Medium diacritics: ὀνοβάτις Low diacritics: ονοβάτις Capitals: ΟΝΟΒΑΤΙΣ
Transliteration A: onobátis Transliteration B: onobatis Transliteration C: onovatis Beta Code: o)noba/tis

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος, ἡ, A riding on an ass, of an adulteress who was thus punished at Cumae, Plu.2.291e, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 347] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐπ’ ὄνου ὀχουμένη, ἐπὶ μοιχαλίδος οὕτω τιμωρουμένης ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291Ε, F, ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοβάτιδες· αἱ ἐπὶ μοιχείᾳ ἁλοῦσαι γυναῖκες καὶ ἐξενεχθεῖσαι, ἐπὶ ὄνων».

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui monte à âne.
Étymologie: ὄνος, βαίνω.

Greek Monolingual

ὀνοβάτις, ἡ (Α)
γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι' αυτό καθισμένη πάνω σε όνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -βάτις (θηλ. τ. του -βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο-βάτις].

Russian (Dvoretsky)

ὀνοβάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ сажаемая верхом на осла (вид наказания для неверных жен в Кумах) Plut.