γυναιμανία

From LSJ
Revision as of 11:38, 23 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναιμᾰνία Medium diacritics: γυναιμανία Low diacritics: γυναιμανία Capitals: ΓΥΝΑΙΜΑΝΙΑ
Transliteration A: gynaimanía Transliteration B: gynaimania Transliteration C: gynaimania Beta Code: gunaimani/a

English (LSJ)

ἡ,    A madness for women, (γυναικομανία, γυναιμανία, γυναιομανία) Chrysipp.Stoic.3.167.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, γυναικομανία, unsinnige Liebe zu Weibern, Chrysipp. bei Ath. XI, 464 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικομᾰνία: ἡ, μανία διὰ γυναῖκας, ἄκρατος ἔρως πρὸς τὰς γυναῖκας, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D.

Greek Monolingual

η (AM γυναικομανία) ασυγκράτητη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): γυναιο- Iul.Ar.259.15
locura por las mujeres γυναιμανίαις καὶ ἀρρένων φθοραῖς Eus.PE 7.2.6
en el sent. de desenfreno Iul.Ar.l.c.