νειρός
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
(A), ά, όν, A lowest, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Lyc.896 (v.l. νηροῖς), cf. Hsch. s. vv. νειρόν, νηρόν. 2 Subst. νειρή, ἡ, = νείαιρα ΙΙ, Id.s.v. νειρὴ κοίλη (s. v. l.), but acc. sg. νεῖραν as Adj., νεῖραν ἐς πλευράν prob. cj. in E.Rh.794 (νείαιραν, νείεραν codd.); dat. sg. νείρᾳ prob. in A.Ag.1479 (lyr.; νείρει codd.); cf. νείαιρα.
νειρός (B), ά, όν, A strong, vehement, Hsch.
German (Pape)
[Seite 237] zsgzgn aus νεαρός od. νειαρός, nur bei Gramm.; Hesych. erkl. ἔσχατος; vgl. Müller Lycophr. 896.
Greek (Liddell-Scott)
νειρός: -ά, -όν, συνῃρ. ἀντὶ νεαρός, σφοδρός, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν νείαιρα. ΙΙ. ἔσχατος, κατώτατος, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Λυκόφρ. 896, ἔνθα ἴδε Backmann.
Greek Monolingual
(I)
νειρός, -ά, -όν (Α)
1. έσχατος, κατώτατος («ἐν χθονὸς νειροῑς μυχοῑς», Λυκόφρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νειρά
η νείαιρα, το υπογάστριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῖρα (βλ. λ. νείαιρα)].
(II)
νειρός, -ά, -όν (Α)
ισχυρός, ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (πρβλ. νηρός)].