νειρός

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειρός Medium diacritics: νειρός Low diacritics: νειρός Capitals: ΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: neirós Transliteration B: neiros Transliteration C: neiros Beta Code: neiro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, A lowest, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Lyc.896 (v.l. νηροῖς), cf. Hsch. s. vv. νειρόν, νηρόν. 2 Subst. νειρή, ἡ, = νείαιρα ΙΙ, Id.s.v. νειρὴ κοίλη (s. v. l.), but acc. sg. νεῖραν as Adj., νεῖραν ἐς πλευράν prob. cj. in E.Rh.794 (νείαιραν, νείεραν codd.); dat. sg. νείρᾳ prob. in A.Ag.1479 (lyr.; νείρει codd.); cf. νείαιρα.
νειρός (B), ά, όν, A strong, vehement, Hsch.

German (Pape)

[Seite 237] zsgzgn aus νεαρός od. νειαρός, nur bei Gramm.; Hesych. erkl. ἔσχατος; vgl. Müller Lycophr. 896.

Greek (Liddell-Scott)

νειρός: -ά, -όν, συνῃρ. ἀντὶ νεαρός, σφοδρός, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν νείαιρα. ΙΙ. ἔσχατος, κατώτατος, ἐν χθονὸς νειροῖς μυχοῖς Λυκόφρ. 896, ἔνθα ἴδε Backmann.

Greek Monolingual

(I)
νειρός, -ά, -όν (Α)
1. έσχατος, κατώτατος («ἐν χθονὸς νειροῑς μυχοῑς», Λυκόφρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νειρά
η νείαιρα, το υπογάστριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῖρα (βλ. λ. νείαιρα)].
(II)
νειρός, -ά, -όν (Α)
ισχυρός, ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (πρβλ. νηρός)].