Ταυρώ
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
οῦς, ἡ, a name of Artemis (cf. ταυροπόλος), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Ταυρώ: -οῦς, ἡ, «ἡ ἐν Ταύροις Ἄρτεμις» Ἡσύχ., πρβλ. ταυροπόλος.
Greek Monolingual
-οῦς, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ταῦρος + επίθημα -ώ (πρβλ. λεχ-ώ)].