διήθημα
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ατος, τό, product of sifting: δ. γῆς riddled earth, Sor.2.88; δ. αἵματος, of urine, Steph.Urin. 1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lo que resulta de filtrar, filtrado, decantación τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.Ur.1.
Greek Monolingual
το (Α διήθημα) διηθώ
το προϊόν της διήθησης
νεοελλ.
χημ. το καθαρό υγρό που λαμβάνεται μετά τη διήθηση.