δικασπολία

From LSJ
Revision as of 09:45, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκασπολία Medium diacritics: δικασπολία Low diacritics: δικασπολία Capitals: ΔΙΚΑΣΠΟΛΙΑ
Transliteration A: dikaspolía Transliteration B: dikaspolia Transliteration C: dikaspolia Beta Code: dikaspoli/a

English (LSJ)

ἡ, A judgement, Hymn.Is.36, Man.2.261, Coluth.12, AP11.376 (Agath.): pl., IG14.1363, Inscr.Magn.202.2. II office of a judge, Orph.A. 381, Q.S.5.172.

German (Pape)

[Seite 628] ἡ, das Richten, Rechtsprechen; πᾶσι δικασπολίας ἀναφαίνειν Orph. Arg. 379; Agath. 67 (XI, 376); Coluth. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκασπολία: ἡ, δίκη, κρίσις, Ὀρφ. Ἀργ. 379, Κόλουθ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6203· ἐν τῷ πληθ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 647.2

Spanish (DGE)

(δῐκασπολία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Q.S.5.172, Man.2.261, Colluth.12
1 juicio ὄφρα δορυκτήτοισι δικασπολίην ὀπάσωμεν Q.S.l.c., δικασπολίῃσι μέλοντα JRCil.2.49.5 (II d.C.), cf. Q.S.5.176, IUrb.Rom.1149.2 (IV d.C.), Man.l.c., Colluth.l.c., AP 5.274 (Paul.Sil.), 7.334, 11.376 (Agath.), IM 202.2 (IV/V d.C.).
2 justicia ἅδε δικασπολίᾳ ῥώμαν πόρον Hymn.Is.36 (Andros), ὅς ῥα δικασπολίῃ μέλεται Orph.A.381, cf. AP 9.705, TAM 3(1).103 (Termeso, imper.), IEphesos 1305.A (V d.C.), ὑπὸ Χαλδαίοισι δικασπολίαισιν ἁλώσας de Cristo, Orác. en Lact.Inst.4.13.11.
3 función de juez Lyd.Mag.3.37.

Greek Monolingual

δικασπολία, η (Α) δικασπόλος
1. δικαστική απόφαση
2. κρίση, δίκη
3. το επάγγελμα του δικαστή.