εἰσβλέπω

From LSJ
Revision as of 11:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβλέπω Medium diacritics: εἰσβλέπω Low diacritics: εισβλέπω Capitals: ΕΙΣΒΛΕΠΩ
Transliteration A: eisblépō Transliteration B: eisblepō Transliteration C: eisvlepo Beta Code: ei)sble/pw

English (LSJ)

A look at, look upon, mostly with εἰς, Hdt.7.147,8.77, X. Cyn.10.12: c. acc., E.Or.105: abs., X.Smp.4.3, LXXIs.37.17.

German (Pape)

[Seite 741] hineinsehen; εἰς ὄμματα Eur. Ion 732; Xen. Cyn. 10, 12; εἰς πόντον Theocr. 6, 35; ἐς πρήγματα, darauf hinsehen, Her. 8, 77; μητρὸς ἐςβλέψαι τάφον, ansehen, Eur. Or. 105; Xen. Conv. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβλέπω: βλέπω εἰς, ἐμβλέπω, τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς εἰς, Ἡρόδ. 7, 147., 8. 77, Ξεν. Κυν. 10. 12· ἀλλὰ μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 105· ἀπολ., Ξεν. Συμπ. 4. 3.

French (Bailly abrégé)

regarder fixement, avec εἰς et l’acc..
Étymologie: εἰς, βλέπω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.7.147, E.Or.105, Theoc.6.35
1 mirar, dirigir la mirada c. ac. μητρὸς ... τάφον E.l.c., εἰσβλέπων ὡς ἐλέγχων αὐτόν mirándole como para refutarle X.Smp.4.3, τὰ νέφη κατ' εὐθυωρίαν Arist.Mete.377b1, τί μ' εἰσβλέπεις ἀεί; Macho 152
c. εἰς y ac. ἐσβλέποντες ἐς τὸν βασιλέα ὁκότε παραγγελέει mirando hacia el rey a ver cuándo daba la orden Hdt.l.c., εἰς τὸν κυνηγέτην X.Cyn.6.23, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ θηρίου X.Cyn.10.12, ἐς πόντον Theoc.l.c., εἰς πρόσωπα ὑμῶν LXX Ib.6.28, εἰς ἐμέ LXX Ib.21.5.
2 fig. poner atención en, estar atento a, fijarse en c. εἰς y ac. ἐς τοιάδε πρήγματα Hdt.8.77, c. ac. ἄγρυπνον ὄμμα τοὺς λογισμοὺς εἰσβλέπει Men.Mon.84, abs. εἰσάκουσον, κύριε, εἴσβλεψον, κύριε LXX Is.37.17.

Greek Monolingual

εἰσβλέπω (Α)
βλέπω σε κάποιο σημείο.

Greek Monotonic

εἰσβλέπω: μέλ. -ψω, κοιτάζω, παρατηρώ, κυρίως με εἰς, σε Ηρόδ.· αλλά και με αιτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβλέπω: ион. и староатт. ἐσβλέπω смотреть, глядеть (εἴς τινα и εἴς τι Her., Eur., Xen., Theocr. или τι Eur.; κατ᾽ εὐθυωρίαν Arst.): εἰσβλέπων ὡς ἐλέγχων αὐτόν Xen. глядя на него как бы уличающе.

Middle Liddell

fut. ψω
to look at, look upon, mostly with εἰς, Hdt.; but c. acc., Eur.