εὐρυρέεθρος
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ον, A with broad channel, broad-flowing, Il.21.141; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 1095] breitfließend, Axios, Il. 21, 141.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυρέεθρος: -ον, ἔχων εὐρὺ ῥεῖθρον, εὐρέως ῥέων, Ἰλ. Φ. 141· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au large courant.
Étymologie: εὐρύς, ῥέεθρον.
English (Autenrieth)
and εὐρυρέων; broadflowing, Il. 21.141 †, Il. 2.849. (Il.)
Greek Monolingual
εὐρυρέεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρύ ρείθρο, πλατιά κοίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέεθρον «ρείθρον»].
Greek Monotonic
εὐρυρέεθρος: -ον (ῥέεθρον), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ κανάλι, αυτός που ρέει, κυλάει ανοιχτά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠρέεθρος: с широким течением, текущий широким потоком (Ἀξιός Hom.).
Middle Liddell
εὐρυ-ρέεθρος, ον ῥέεθρον
with broad channel, broadflowing, Il.