εὐσθενέω
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
A to be strong, healthy, Hp.Morb.Sacr.10 (prob.l.), E.Cyc.2, Arist.Pr.862a11, 925a3 (v.l. εὐθενέω); f.l. for εὐθενεῖν, A.Eu.895; so prob. in D.C.53.8.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσθενέω: ἔχω καλὸν σωματικὸν σθένος, εἶμαι ἰσχυρός, ὑγιής, Εὐρ. Κύκλ. 2· ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 22., 20. 18, μετὰ διαφ. γραφ. εὐθενέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être vigoureux, robuste;
2 p. ext. se trouver bien.
Étymologie: εὐσθενής.
Greek Monotonic
εὐσθενέω: είμαι δυνατός, υγιής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐσθενέω: быть сильным, крепким Eur., Arst.