θυμία
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,= θυμίαμα, -ίῃσι κακώδεσι Aret.SD2.11.
Greek Monolingual
θυμία και ιων. τ. θυμίη, ἡ (Α)
θυμίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θυμιώ].