θυμόεις
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
εσσα, εν, A thymy, Choeril.8.
German (Pape)
[Seite 1223] εσσα, εν, voll Thymian, poet. bei Suid. v. μᾶσσον.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμόεις: εσσα, εν, πλήρης θύμου, Χοιρίλ. ἐν Νäke Πονημ. 159, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. μᾶσσον.
Greek Monolingual
θυμόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος θύμο, γεμάτος θυμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + κατάλ. -όεις, πρβλ. αστερ-όεις, κυματ-όεις].