κατάμονος

From LSJ
Revision as of 10:46, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμονος Medium diacritics: κατάμονος Low diacritics: κατάμονος Capitals: ΚΑΤΑΜΟΝΟΣ
Transliteration A: katámonos Transliteration B: katamonos Transliteration C: katamonos Beta Code: kata/monos

English (LSJ)

ον, A permanent, SIG141.8 (Corc. Nigr., iv B. C.); τιμαί Plb.39.3.9, IG5(1).1432.16 (Messene, i B. C.); ψαφίσματα SIG563.8 (Aetol., from Teos, iii B. C.). 2 ἐψηφίσατο τὸν πόλεμον κ. εἶναι should continue, Plb.18.12.1, cf. 21.2.6, al.

German (Pape)

[Seite 1364] bleibend, dauernd, fortwährend, γίγνεται ὁ πόλεμος, Pol. 17, 12, 1 u. öfter; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμονος: -ον, ὅστις καταμένει, μόνιμος, χρόνιος, διηνεκής, διαρκής, πόλεμος κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. εἶμεν Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάμονος, -ον, θηλ. και -η)
νεοελλ.
εντελώς μόνος, ολομόναχος
αρχ.
μόνιμος, χρόνιος, διαρκής.

Russian (Dvoretsky)

κατάμονος: постоянный, длительный, затяжной (πόλεμος Polyb.).