καταπομπεύω
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
A scoff at, τινος Luc.Am.37.
German (Pape)
[Seite 1371] großprahlen gegen Einen, τινός, Luc. amor. 37.
Greek (Liddell-Scott)
καταπομπεύω: ἐμπαίζω, χλευάζω, τινὸς Λουκ. Ἔρωτες 37· πρβλ. πομπεύω.
Greek Monolingual
καταπομπεύω (Α)
εμπαίζω, χλευάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πομπεύω «περιγελώ, εμπαίζω»].
Russian (Dvoretsky)
καταπομπεύω: вызывающе хвалиться: κ. τινός Luc. хвастаться перед кем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπομπεύω [καταπομπή] bespotten, met gen.