καταπροτερέω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A get the better of, τινος D.S.17.33; κ. τὸν καιρόν seize a favourable opportunity, Men.Prot.p.102 D.:—Pass., to be beaten, yield, τοῖς ἐπιβατικοῖς, ταῖς εὐχειρίαις, Plb.1.47.9, 16.19.1.
German (Pape)
[Seite 1372] Einem zuvorkommen, ihn übertreffen, τινός. D. Sic. 17, 35; pass., besiegt werden, Pol. 1, 47, 9. 16, 19, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καταπροτερέω: ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, τινος Διόδ. 17. 33.- Παθ., ἡττῶμαι, ὑποχωρῶ, τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Πολύβ. 1. 47, 9., 16. 19, 1.
Russian (Dvoretsky)
καταπροτερέω: иметь превосходство, превосходить (τινος Diod.); pass. быть превзойденным, быть побежденным (τινι Polyb.).