κλαγγάνω
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
of birds, A scream, S.Fr.959.4; perhaps of the lyre, twang, Id.Ichn.308.
Greek Monolingual
κλαγγάνω (Α) κλαγγή
1. (για πτηνά) κρώζω («ὅπου τις ὄρνις οὐχί κλαγγάνει», Σοφ.)
2. πιθ. αναδίδω οξύ ήχο.
Russian (Dvoretsky)
κλαγγάνω: (только praes.) кричать: ὅπου τις ὄρνις οὐχὶ κλαγγάνει Soph. где ни одна птица не кричит.