κλέπος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
εος, τό, = κλέμμα, Sol. ap. Poll.8.34.
German (Pape)
[Seite 1448] τό, = κλέμμα, nach Poll. 8, 34 in den solonischen Gesetzen; Schol. Aesch. Prom. 400.
Greek (Liddell-Scott)
κλέπος: -εος, τό, = κλέμμα, Σόλ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 34. (Πρβλ. κλέπτω).