λεπτυσμός

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτυσμος Medium diacritics: λεπτυσμός Low diacritics: λεπτυσμός Capitals: ΛΕΠΤΥΣΜΟΣ
Transliteration A: leptysmós Transliteration B: leptysmos Transliteration C: leptysmos Beta Code: leptusmos

English (LSJ)

ὁ, A thinning, Hp.Epid.6.3.16; τριχῶν Dsc.5.112; especially of the line of battle, Ael.Tact.38.3.

German (Pape)

[Seite 32] ὁ, = λέπτυνσις, Sp., bes. von den Reihen der Soldaten, Arr. tact. 49; vgl. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτυσμός: ὁ, λέπτυνσις, ἀραίωσις, Ἱππ. 1176Α· μάλιστα ἐπὶ τῆς γραμμῆς τῆς μάχης, Αἰλιαν. Τακτ. 49.

Greek Monolingual

λεπτυσμός, ὁ (Α) λεπτύνω
1. το αποτέλεσμα του λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση
2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωσηλεπτυσμός
ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ' ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.).