νευράς
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
άδος, ἡ, Ion. name for ποτίρριον, Dsc.3.15, Plin.HN27.122. II = δορύκνιον, ib.21.179.
German (Pape)
[Seite 246] άδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
νευράς: -άδος, ἡ, φυτόν τι καλούμενον καὶ ποτήριον, Διοσκ. 3. 17, Πλίν. 27. 7. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν καλούμενον μανικόν, Πλίν. 21. 105.
Greek Monolingual
η (Α νευράς, -άδος)
νεοελλ.
ανατ. παλαιά ονομασία του νευρώνα
αρχ.
1. το θαμνώδες φυτό ποτήριο
2. το φυτό δορύκνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. -άς (πρβλ. ιππάς, συκάς)].