μελισσοφάγος
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
English (LSJ)
[φᾰ], ον, eating bees, Eust.179.6.
German (Pape)
[Seite 124] Bienen fressend, Eust. 179, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοφάγος: -ον, ὁ τρώγων μελίσσας, ὄρνιθες Εὐστ. 179. 6.
Greek Monolingual
-ο (Μ μελισσοφάγος, -ον)
(για ζώα και πτηνά) αυτός που τρώει μέλισσες («μελισσοφάγοι ὄρνιθες», Ευστ.)
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών 24 περίπου ειδών κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας meropidae και ειδικότερα του είδους Merops apiaster.