μελοθεσία

From LSJ
Revision as of 17:24, 12 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Cat. Cod.Astr</b>" to "''Cat. Cod.Astr''")

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοθεσία Medium diacritics: μελοθεσία Low diacritics: μελοθεσία Capitals: ΜΕΛΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: melothesía Transliteration B: melothesia Transliteration C: melothesia Beta Code: meloqesi/a

English (LSJ)

ἡ, (μέλος A) A assignment of parts of the body to the tutelage of signs or planets, Antioch.Astr. in Cat. Cod.Astr.8(3).106.4, Porph. in Ptol.201. 2 of the Universe, position of its parts at the beginning of things, Paul.Al.T.2. II = φυή, Sch.Opp.H.1.147,214.

German (Pape)

[Seite 127] ἡ, das Setzen, Componiren von Liederweisen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελοθεσία: ἡ, (μέλος Α) ἡ θέσις τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐν σχέσει πρὸς τὰ ζῴδια καὶ τοὺς ἀστέρας, Πορφυρ. Εἰσαγ. εἰς Πτολ. σ. 201.

Greek Monolingual

μελοθεσία, ἡ (Α)
1. η θέση τών μελών του ανθρώπου σε σχέση με τα ζώδια και τους αστέρες
2. (για την οικουμένη) η θέση τών μερών της στην αρχή τών πραγμάτων
3. η σωματική ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -θεσία (< -θέτης), πρβλ. αστρο-θεσία, χωρο-θεσία].