μεσόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόφθαλμος Medium diacritics: μεσόφθαλμος Low diacritics: μεσόφθαλμος Capitals: ΜΕΣΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: mesóphthalmos Transliteration B: mesophthalmos Transliteration C: mesofthalmos Beta Code: meso/fqalmos

English (LSJ)

ον, A with middle-sized eyes, Procl.Par.Ptol.202.

German (Pape)

[Seite 141] mit Augen von mittlerer Größe, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μετρίου μεγέθους ὀφθαλμούς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 202.

Greek Monolingual

μεσόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει οφθαλμούς μέτριου μεγέθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ-όφθαλμος)].