μολυβδοειδής
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ές, like lead, Hp.Int.32, Dsc.5.83, Aret.SA2.7.
German (Pape)
[Seite 200] ές, bleiartig, bes. bleifarbig, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοειδής: -ές, ὅμοιος μολύβδῳ, Διοσκ. 5. 98.
Greek Monolingual
-ές (Α μολυβδοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ειδής].