μονογέρων
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
οντος, ὁ, misanthropic old man, Com.Adesp.1083.
German (Pape)
[Seite 202] οντος, ὁ, ein einsamer, mürrischer Alter, B. A. 51.
Greek (Liddell-Scott)
μονογέρων: -οντος, ὁ, μονότροπος καὶ δύσκολος γέρων, Α. Β 51. 20.
Greek Monolingual
μονογέρων, ὁ (Α)
1. μονήρης γέρος
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γέρων.