μονομαχεῖον

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχεῖον Medium diacritics: μονομαχεῖον Low diacritics: μονομαχείον Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΕΙΟΝ
Transliteration A: monomacheîon Transliteration B: monomacheion Transliteration C: monomacheion Beta Code: monomaxei=on

English (LSJ)

A v. μονομάχιον.

German (Pape)

[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v.l. bei Ath. V, 191 a.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.

Greek Monolingual

μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχίαἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχεῖον: τό Luc. v.l. = μονομάχιον.