μυοθηρεύω
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
catch mice, ib.3.
Greek Monolingual
μυοθηρεύω (Α)
κυνηγώ ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, αντί του ορθού μυοθηρῶ, αφού πρόκειται για παρασύνθεση του ρ.].