μυρμηκοτρώγλη
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
formicaria, Gloss.
Greek Monolingual
μυρμηκοτρώγλη, ἡ (Α)
φωλιά μυρμηγκιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + τρώγλη.