νεκροκορίνθια
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
τά, vases dug out of the tombs of Corinth, Str.8.6.23.
German (Pape)
[Seite 237] τά, nannte man in Rom die aus den Gräbern in Korinth ausgegrabenen Aschenkrüge von künstlicher Arbeit, Strab. 8, 6, 23.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροκορίνθια: τά, ἐν Ρώμῃ ἐλέγοντο οὕτω τὰ ἐκ τῶν ἐν Κορίνθῳ τάφων ληφθέντα τορεύματα καὶ μάλιστα τὰ ὀστράκινα, Στράβ. 381.
Greek Monolingual
νεκροκορίνθια, τὰ (Α)
(στη Ρώμη) πήλινα αγγεία που είχαν εξαχθεί από τους τάφους της Κορίνθου και είχαν μεταφερθεί στη Ρώμη.
Greek Monotonic
νεκροκορίνθια: τά, τεφροδόχοι υδρίες από τους τάφους της Κορίνθου που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, σε Στράβ.
Middle Liddell
νεκρο-κορίνθια, ων, τά,
the cinerary urns dug out of the tombs of Corinth, Strab.