ναυσία

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθήςχρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσία Medium diacritics: ναυσία Low diacritics: ναυσία Capitals: ΝΑΥΣΙΑ
Transliteration A: nausía Transliteration B: nausia Transliteration C: nafsia Beta Code: nausi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, A v. ναυτία.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, att. ναυτία, ἡ, die Schiffs- oder Seekrankheit, Uebelkeit mit Erbrechen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; überhaupt Ekel, Widerwillen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσία: ναυσιάω, ἴδε ἐν λ. ναυτία, -ιάω.

Greek Monolingual

ναυσία και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α)
ναυτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -ία, με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φυτόν - φύσ-ις)].

Russian (Dvoretsky)

ναυσία: и ναυσιάω v.l. = ναυτία и ναυτιάω.