ναυσία
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
English (LSJ)
Ion. -ιη, A v. ναυτία.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, att. ναυτία, ἡ, die Schiffs- oder Seekrankheit, Uebelkeit mit Erbrechen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; überhaupt Ekel, Widerwillen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσία: ναυσιάω, ἴδε ἐν λ. ναυτία, -ιάω.
Greek Monolingual
ναυσία και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α)
ναυτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -ία, με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φυτόν - φύσ-ις)].