νανοφυής

From LSJ
Revision as of 11:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱνοφῠής Medium diacritics: νανοφυής Low diacritics: νανοφυής Capitals: ΝΑΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: nanophyḗs Transliteration B: nanophyēs Transliteration C: nanofyis Beta Code: nanofuh/s

English (LSJ)

ές, A of dwarfish stature, Ar.Pax790 (ναννο- codd.).

Greek (Liddell-Scott)

νᾱνοφυής: -ές, ὁ ἔχων ἀνάστημα νάνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la stature d'un nain.
Étymologie: νάννος, φύω.

Greek Monolingual

-ές (Α νανοφυής, -ές)
αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο-φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nanophyes].

Greek Monotonic

νᾱνοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει ανάστημα νάνου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νᾱνο-φυής, ές [φυή]
of dwarfish stature, Ar.

English (Woodhouse)

dwarfish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)