παρακαθιδρύω

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθιδρύω Medium diacritics: παρακαθιδρύω Low diacritics: παρακαθιδρύω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: parakathidrýō Transliteration B: parakathidryō Transliteration C: parakathidryo Beta Code: parakaqidru/w

English (LSJ)

in Pass., to be placed by or near, τῇ θεῷ Plu.Caes. 9.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθιδρύω: ἐν τῷ παθ., τίθεμαι, ἱδρύομαι πλησίον τινός, τῷ θεῷ Πλουτ. Καῖσ. 9.

Greek Monolingual

Α
παθ. παρακαθιδρύομαι
τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτιδράκων ἱερὸς παρακαθίδρυται τῇ θεῷ κατὰ τὸν μῡθον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. παρ(α)- + καθιδρύω «εγκαθιστώ, τοποθετώ, ιδρύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθιδρύω plaatsen naast, met dat.