πελαγοδρόμος

From LSJ
Revision as of 17:35, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγοδρόμος Medium diacritics: πελαγοδρόμος Low diacritics: πελαγοδρόμος Capitals: ΠΕΛΑΓΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: pelagodrómos Transliteration B: pelagodromos Transliteration C: pelagodromos Beta Code: pelagodro/mos

English (LSJ)

ον, A sailing on the sea, Orph.H.74.5; flying over the sea, ἱέραξ PMag.Par.1.2590.

German (Pape)

[Seite 548] in od. auf dem hohen Meere laufend, Orph. H. 73, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πελᾰγοδρόμος: -ον, ὁ διαπλέων τὸ πέλαγος, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 5.

Spanish

que sobrevuela el mar

Greek Monolingual

-ο / πελαγοδρόμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, θαλασσοπόρος, ποντοπόροςνηῶν πελαγοδρόμων ἄστατος ὁρμή», Ορφ. Ύμν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πελαγοδρόμος
ζωολ. γένος στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις πάνω από θάλασσες
αρχ.
αυτός που πετάει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας («πελαγοδρόμος ἱέραξ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + -δρόμος (< δρόμος)].