πεζοπορία

From LSJ
Revision as of 14:44, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοπορία Medium diacritics: πεζοπορία Low diacritics: πεζοπορία Capitals: ΠΕΖΟΠΟΡΙΑ
Transliteration A: pezoporía Transliteration B: pezoporia Transliteration C: pezoporia Beta Code: pezopori/a

English (LSJ)

ἡ, landjourney, Hdn.Epim.105.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, zu Fuße Gehen, Hdn. epimer. 105.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοπορία: ἡ, ὁδοιπορία διὰ ξηρᾶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 105, Ἐκκλ.· -πορεία, Φωτ. Βίβλ. 183. 10, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πεζοπόρος
βάδισμα με τα πόδια, πορεία πεζή, περπάτημα
μσν.-αρχ.
ταξίδι στην ξηρά, οδοιπορία.