περιδήριτος

From LSJ
Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδήρῑτος Medium diacritics: περιδήριτος Low diacritics: περιδήριτος Capitals: ΠΕΡΙΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: peridḗritos Transliteration B: peridēritos Transliteration C: peridiritos Beta Code: peridh/ritos

English (LSJ)

ον, fought about, κύπριδος ἐργασίη AP5.218 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 572] auch 3 Endgn, umstritten, umkämpft, wie περιμάχητος, Κύπριδος ἐργασίη, Paul. Sil. 1 (V, 219).

Greek (Liddell-Scott)

περιδήρῑτος: -ον, ὁ περὶ οὗ ἀγωνίζεταί τις, ὡς τὸ περιμάχητος, Ἀνθ. Π. 5. 219.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)].

Russian (Dvoretsky)

περιδήρῑτος: являющийся предметом борьбы, т. е. с трудом достающийся (Κύπριδος ἐργασίη Anth.).