πημοσύνη
From LSJ
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
ἡ, = πημονή, A.Pr.1058 (pl., anap.), E.Fr.910.3 (anap.), Orph.Fr.285.10.
German (Pape)
[Seite 611] ἡ, = πημονή, πῆμα, Aesch. Prom. 1060, im plur.; vgl. Valck. Diatr. 26.
Greek (Liddell-Scott)
πημοσύνη: ἡ, = πημονή, πῆμα, Αἰσχύλ. Πρ. 1058, Εὐρ. Ἀποσπ 902. 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. πημονή.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η πημονή, συμφορά, δυστύχημα, πάθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆμα + κατάλ. -σύνη (πρβλ. οικτο-σύνη)].
Greek Monotonic
πημοσύνη: ἡ, = πημονή, πῆμα, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πημοσύνη -ης, ἡ [πῆμα] rampspoed.
Russian (Dvoretsky)
πημοσύνη: (ῠ) ἡ Aesch., Eur. = πημονή, πῆμα.