προενίσταμαι
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
Med., A object beforehand, Arist. SE174b30.
German (Pape)
[Seite 720] vorher einwerfen; Arist. soph. el. 15, 8; προενστατέον, ib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
προενίσταμαι: μέσ., ἐνίσταμαι, ἀντιλέγω πρότερον, Ἀριστ. π. Σοφιστ, Ἐλέγχ. 15. 8· οὕτω ῥηματ. ἐπίθετ. προενστατέον, αὐτόθι, 17, 19.
Greek Monolingual
Α ἐνίσταμαι
προβάλλω ένσταση προηγουμένως.
Russian (Dvoretsky)
προενίσταμαι: заранее выставлять: π. καὶ προαγορεύειν Arst. упреждать (возражения противника) словесными доводами.