προσάρτημα

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρτημα Medium diacritics: προσάρτημα Low diacritics: προσάρτημα Capitals: ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: prosártēma Transliteration B: prosartēma Transliteration C: prosartima Beta Code: prosa/rthma

English (LSJ)

ατος, τό, appendage, Gal.5.396.

German (Pape)

[Seite 752] τό, das Darangeknüpfte, der Anhang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρτημα: τό, τὸ προσηρτημένον εἴς τι, Κλήμ. Ἀλ. 488, Γαλην.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προσαρτῶ
καθετί που προσαρτάται ή έχει προσαρτηθεί σε κάτι άλλο, εξάρτημα.