σάρον

From LSJ
Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρον Medium diacritics: σάρον Low diacritics: σάρον Capitals: ΣΑΡΟΝ
Transliteration A: sáron Transliteration B: saron Transliteration C: saron Beta Code: sa/ron

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (σαίρω (B)) A broom, besom, IG42(1).122.48 (Epid., iv B.C.), Pythagorei ap.Plu.2.727c, AP11.207 (Lucill.). II sweepings, refuse, rubbish, τὸ σ. ἄνελε Sophr.160, cf. Thphr.Metaph.15 (prob. cj.); of sea-weed, Call.Del.225: Com., of an old woman, παλαιὸν οἰκίας σάρον Ion Trag.9.—The Atticists (Phryn.63) rejected the word, but cf. Poll.6.94, 10.29. III σ. σιδαροῦν dub. in Supp.Epigr.6.171 (Acmonia).

German (Pape)

[Seite 864] τό, = σάρος, Hesych., vgl. Poll. 10, 29 (nicht σαρόν, Lob. zu Phryn. p. 831.

Greek (Liddell-Scott)

σάρον: [ᾰ], τὸ (σαίρω ΙΙ). σάρωθρον, «φουρκάλι», σκοῦπα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 727C, Ἀνθ. Π. 11. 207. ΙΙ. σαρώματα, ἀκαθαρσία, σκουπίδια, Λατ. guisquiliae, οἷα τὰ τῆς θαλάσσης φύκη, Καλλ. εἰς Δῆλ. 225· - κωμικῶς ἐπὶ γραίας γυναικός, παλαιὸν οἰκίας σάρον Ἴων παρ’ Ἡσύχ. - Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν ταύτην, ἀλλ’ ἴδε Πολυδ. Ϛ΄, 94, Ι΄, 29, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
balayure, ordure ; iron. raclure en parl. d’une vieille femme.
Étymologie: σάρος.

Greek Monolingual

τὸ, Α σαίρω (ΙΙ)]
1. σκούπα, σάρωθρο
2. σκουπίδι
3. φύκος της θάλασσας («πόντοιο κακὸν σάρον», Καλλ.)
4. μτφ. (με κωμ. σημ.) γριά γυναίκα («παλαιὸν οἰ κίας σάρον», Ίων Χ.).

Greek Monotonic

σάρον: [ᾰ], τό, (σαίρω II), σάρωθρο, σκούπα, σε Ανθ.

Middle Liddell

σᾰ́ρον, ου, τό, σαίρω II]
a broom, besom, Anth.